- δυσήνιος
- δυσήνιοςrefractorymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσήνιος — (I) ια, ιο (AM δυσήνιος, ον) 1. (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται χαλινάρι, ο αδάμαστος 2. απείθαρχος, ανυπότακτος. (II) δυσήνιος, ον (Α) ο δυσάνιος, αυτός που εύκολα πέφτει σε ανία … Dictionary of Greek
δυσήνιον — δυσήνιος refractory masc/fem acc sg δυσήνιος refractory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσηνίοις — δυσήνιος refractory masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσηνίου — δυσήνιος refractory masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσηνίους — δυσήνιος refractory masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσηνίων — δυσήνιος refractory masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσηνίῳ — δυσήνιος refractory masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσήνιοι — δυσήνιος refractory masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσηνίαστος — δυσηνίαστος, ον (Α) ο δυσήνιος … Dictionary of Greek
δυσκαμπής — δυσκαμπής, ές (Α) 1. δύσκαμπτος 2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος … Dictionary of Greek